Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θήρα
θηράσιμος
θηρατέος
θηρατήρ
θηρατής
θηρατικός
θήρατρον
θηράτωρ
θηράω
θήρειος
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύω
θηρίον
θηριότης
θηριόω
θηριώδης
θηριωδία
View word page
θήρευμα
θήρευμα θήρευμα, ατος, τό, θηρεύω = θήραμα, spoil, prey, Eur.

ShortDef

spoil, prey

Debugging

Headword:
θήρευμα
Headword (normalized):
θήρευμα
Headword (normalized/stripped):
θηρευμα
IDX:
15274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15287
Key:
qh/reuma

Data

{'content': 'θήρευμα\n θήρευμα, ατος, τό,\n θηρεύω\n = θήραμα,\n spoil, prey, Eur.', 'key': 'qh/reuma'}