Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θην
θηραγρέτης
θήραμα
θήρα
θηράσιμος
θηρατέος
θηρατήρ
θηρατής
θηρατικός
θήρατρον
θηράτωρ
θηράω
θήρειος
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύω
θηρίον
θηριότης
View word page
θηράτωρ
θηράτωρ = θηρατήρ, Il. from θηράω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θηράτωρ
Headword (normalized):
θηράτωρ
Headword (normalized/stripped):
θηρατωρ
IDX:
15271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15284
Key:
qhra/twr
Data
{'content': 'θηράτωρ\n = θηρατήρ, Il.\n from θηράω', 'key': 'qhra/twr'}