Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θηλυχίτων
θημολογέω
θημών
θην
θηραγρέτης
θήραμα
θήρα
θηράσιμος
θηρατέος
θηρατήρ
θηρατής
θηρατικός
θήρατρον
θηράτωρ
θηράω
θήρειος
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
View word page
θηρατής
θηρατής θηρᾱτής, οῦ, = θηρᾱτήρ; metaph., θ. λόγων one who hunts for words, Ar.
ShortDef
one who hunts for
Debugging
Headword:
θηρατής
Headword (normalized):
θηρατής
Headword (normalized/stripped):
θηρατης
IDX:
15268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15281
Key:
qhrath/s
Data
{'content': 'θηρατής\n θηρᾱτής, οῦ,\n = θηρᾱτήρ; metaph., θ. λόγων\n one who hunts for words, Ar.', 'key': 'qhrath/s'}