Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
θηλυχίτων
θημολογέω
θημών
θην
θηραγρέτης
θήραμα
θήρα
θηράσιμος
θηρατέος
θηρατήρ
θηρατής
θηρατικός
θήρατρον
θηράτωρ
θηράω
θήρειος
θήρευμα
θήρευσις
View word page
θηράσιμος
θηράσιμος θηρά_σιμος, ον θηράω to be hunted down or caught, Aesch.

ShortDef

to be hunted down

Debugging

Headword:
θηράσιμος
Headword (normalized):
θηράσιμος
Headword (normalized/stripped):
θηρασιμος
IDX:
15265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15278
Key:
qhra/simos

Data

{'content': 'θηράσιμος\n θηρά_σιμος, ον\n θηράω\n to be hunted down or caught, Aesch.', 'key': 'qhra/simos'}