Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θηλυπρεπής
θηλύσπορος
θῆλυς
θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
θηλυχίτων
θημολογέω
θημών
θην
θηραγρέτης
θήραμα
θήρα
θηράσιμος
θηρατέος
θηρατήρ
θηρατής
θηρατικός
θήρατρον
θηράτωρ
θηράω
View word page
θηραγρέτης
θηραγρέτης θηρ-αγρέτης, ου, ἀγρέω a hunter, Eur., Anth.

ShortDef

a hunter

Debugging

Headword:
θηραγρέτης
Headword (normalized):
θηραγρέτης
Headword (normalized/stripped):
θηραγρετης
IDX:
15262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15275
Key:
qhragre/ths

Data

{'content': 'θηραγρέτης\n θηρ-αγρέτης, ου,\n ἀγρέω\n a hunter, Eur., Anth.', 'key': 'qhragre/ths'}