Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θηλυμίτρης
θηλύμορφος
θηλύνοος
θηλύνω
θηλυπρεπής
θηλύσπορος
θῆλυς
θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
θηλυχίτων
θημολογέω
θημών
θην
θηραγρέτης
θήραμα
θήρα
θηράσιμος
θηρατέος
θηρατήρ
θηρατής
View word page
θηλυχίτων
θηλυχίτων θηλῠ-χίτων (ῐ), ονος, with womanʼs frock, Anth., Luc.
ShortDef
with woman's frock
Debugging
Headword:
θηλυχίτων
Headword (normalized):
θηλυχίτων
Headword (normalized/stripped):
θηλυχιτων
IDX:
15258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15271
Key:
qhluxi/twn
Data
{'content': 'θηλυχίτων\n θηλῠ-χίτων (ῐ), ονος,\n with womanʼs frock, Anth., Luc.', 'key': 'qhluxi/twn'}