Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θηλυμελής
θηλυμίτρης
θηλύμορφος
θηλύνοος
θηλύνω
θηλυπρεπής
θηλύσπορος
θῆλυς
θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
θηλυχίτων
θημολογέω
θημών
θην
θηραγρέτης
θήραμα
θήρα
θηράσιμος
θηρατέος
θηρατήρ
View word page
θηλυφανής
θηλυφανής θηλυ-φᾰνής, ές φαίνομαι like a woman, Plut., Anth.
ShortDef
like a woman
Debugging
Headword:
θηλυφανής
Headword (normalized):
θηλυφανής
Headword (normalized/stripped):
θηλυφανης
IDX:
15257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15270
Key:
qhlufanh/s
Data
{'content': 'θηλυφανής\n θηλυ-φᾰνής, ές\n φαίνομαι\n like a woman, Plut., Anth.', 'key': 'qhlufanh/s'}