Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θηλυκτόνος
θηλυμελής
θηλυμίτρης
θηλύμορφος
θηλύνοος
θηλύνω
θηλυπρεπής
θηλύσπορος
θῆλυς
θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
θηλυχίτων
θημολογέω
θημών
θην
θηραγρέτης
θήραμα
θήρα
θηράσιμος
θηρατέος
View word page
θηλυτόκος
θηλυτόκος θηλυ-τόκος, ον τίκτω giving birth to girls, Theocr.
ShortDef
giving birth to girls
Debugging
Headword:
θηλυτόκος
Headword (normalized):
θηλυτόκος
Headword (normalized/stripped):
θηλυτοκος
IDX:
15256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15269
Key:
qhluto/kos
Data
{'content': 'θηλυτόκος\n θηλυ-τόκος, ον\n τίκτω\n giving birth to girls, Theocr.', 'key': 'qhluto/kos'}