Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θηλύγλωσσος
θηλυδρίας
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλυμελής
θηλυμίτρης
θηλύμορφος
θηλύνοος
θηλύνω
θηλυπρεπής
θηλύσπορος
θῆλυς
θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
θηλυχίτων
θημολογέω
θημών
θην
θηραγρέτης
θήραμα
View word page
θηλύσπορος
θηλύσπορος θηλύ-σπορος, ον σπείρω of female kind, Aesch.

ShortDef

of female kind

Debugging

Headword:
θηλύσπορος
Headword (normalized):
θηλύσπορος
Headword (normalized/stripped):
θηλυσπορος
IDX:
15253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15266
Key:
qhlu/sporos

Data

{'content': 'θηλύσπορος\n θηλύ-σπορος, ον\n σπείρω\n of female kind, Aesch.', 'key': 'qhlu/sporos'}