Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θηλέω
θηλή
θηλυγενής
θηλύγλωσσος
θηλυδρίας
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλυμελής
θηλυμίτρης
θηλύμορφος
θηλύνοος
θηλύνω
θηλυπρεπής
θηλύσπορος
θῆλυς
θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
θηλυχίτων
θημολογέω
θημών
View word page
θηλύνοος
θηλύνοος of womanish mind, Aesch.
ShortDef
of womanish mind
Debugging
Headword:
θηλύνοος
Headword (normalized):
θηλύνοος
Headword (normalized/stripped):
θηλυνοος
IDX:
15250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15263
Key:
qhlu/noos
Data
{'content': 'θηλύνοος\n of womanish mind, Aesch.', 'key': 'qhlu/noos'}