θηλυμίτρης
θηλυμίτρης
θηλυ-μίτρης, ου,
μίτρα
with a womanʼs head-band, Luc.: fem. θηλυμίτρις, ιδος, Luc.
{ "content": "θηλυμίτρης\n θηλυ-μίτρης, ου,\n μίτρα\n with a womanʼs head-band, Luc.: fem. θηλυμίτρις, ιδος, Luc.", "key": "qhlumi/trhs" }