Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θηκτός
θηλάζω
θηλασμός
θηλέω
θηλή
θηλυγενής
θηλύγλωσσος
θηλυδρίας
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλυμελής
θηλυμίτρης
θηλύμορφος
θηλύνοος
θηλύνω
θηλυπρεπής
θηλύσπορος
θῆλυς
θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
View word page
θηλυμελής
θηλυμελής θηλυ-μελής, ές μέλος singing in soft strain, Anth.

ShortDef

singing in soft strain

Debugging

Headword:
θηλυμελής
Headword (normalized):
θηλυμελής
Headword (normalized/stripped):
θηλυμελης
IDX:
15247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15260
Key:
qhlumelh/s

Data

{'content': 'θηλυμελής\n θηλυ-μελής, ές\n μέλος\n singing in soft strain, Anth.', 'key': 'qhlumelh/s'}