Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Θήβησιν
θηγαλέος
θηγάνη
θηγάνω
θήγω
θηητήρ
θηητός
θήϊον
θηκαῖος
θήκη
θηκτός
θηλάζω
θηλασμός
θηλέω
θηλή
θηλυγενής
θηλύγλωσσος
θηλυδρίας
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλυμελής
View word page
θηκτός
θηκτός θηκτός, ή, όν verb. adj. of θήγω, sharpened, Aesch., Eur.
ShortDef
sharpened
Debugging
Headword:
θηκτός
Headword (normalized):
θηκτός
Headword (normalized/stripped):
θηκτος
IDX:
15237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15250
Key:
qhkto/s
Data
{'content': 'θηκτός\n θηκτός, ή, όν\n verb. adj. of θήγω,\n sharpened, Aesch., Eur.', 'key': 'qhkto/s'}