Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θεωρέω
θεώρημα
θεωρητήριον
θεωρητικός
θεωρία
θεωρικός
θεωρίς
θεωρός
θεώτερος
Θηβαγενής
Θηβαιγενής
Θηβαιεύς
Θηβαῖος
Θῆβαι
Θηβαΐς
Θήβασδε
Θήβηθεν
Θήβη
Θήβησιν
θηγαλέος
θηγάνη
View word page
Θηβαιγενής
Θηβαιγενής Θηβαι-γενής, ές = Θηβαγενής, Eur.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Θηβαιγενής
Headword (normalized):
θηβαιγενής
Headword (normalized/stripped):
θηβαιγενης
IDX:
15219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15232
Key:
*qhbaigenh/s

Data

{'content': 'Θηβαιγενής\n Θηβαι-γενής, ές\n = Θηβαγενής, Eur.', 'key': '*qhbaigenh/s'}