Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θέω
θεωρέω
θεώρημα
θεωρητήριον
θεωρητικός
θεωρία
θεωρικός
θεωρίς
θεωρός
θεώτερος
Θηβαγενής
Θηβαιγενής
Θηβαιεύς
Θηβαῖος
Θῆβαι
Θηβαΐς
Θήβασδε
Θήβηθεν
Θήβη
Θήβησιν
θηγαλέος
View word page
Θηβαγενής
Θηβαγενής Θηβᾱ-γενής, ές sprung from Thebes, Theban, Hes.
ShortDef
sprung from Thebes, Theban
Debugging
Headword:
Θηβαγενής
Headword (normalized):
θηβαγενής
Headword (normalized/stripped):
θηβαγενης
IDX:
15218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15231
Key:
*qhbagenh/s
Data
{'content': 'Θηβαγενής\n Θηβᾱ-γενής, ές\n sprung from Thebes, Theban, Hes.', 'key': '*qhbagenh/s'}