Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλλά
ἀλλᾶς
ἀλλάσσω
ἀλλαχῆ
ἀλλαχόθεν
ἀλλαχόθι
ἀλλαχόσε
ἀλλαχοῦ
ἀλληγορέω
ἀλληγορία
ἄλληκτος
ἀλληλοφαγία
ἀλληλοφάγος
ἀλληλοφονία
ἀλληλοφόνοι
ἀλλήλων
ἄλλῃ
ἄλλιστος
ἀλλιτάνευτος
ἀλλογενής
ἀλλόγλωσσος
View word page
ἄλληκτος
ἄλληκτος poet. for ἄληκτος, λήγω unceasing, ceaseless, Od., Soph. implacable, Il.
ShortDef
unceasing, ceaseless
undivided
Debugging
Headword:
ἄλληκτος
Headword (normalized):
ἄλληκτος
Headword (normalized/stripped):
αλληκτος
IDX:
1523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1523
Key:
a)/llhktos1
Data
{'content': 'ἄλληκτος\n poet. for ἄληκτος, λήγω\n unceasing, ceaseless, Od., Soph.\n implacable, Il.', 'key': 'a)/llhktos1'}