Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θεσπιῳδέω
θεσπιῳδός
Θεσσαλός
θέσσασθαι
θεσφατηλόγος
θέσφατος
θετέος
Θετίδειον
θετικός
Θέτις
θετός
θευφορία
θέω
θεωρέω
θεώρημα
θεωρητήριον
θεωρητικός
θεωρία
θεωρικός
θεωρίς
θεωρός
View word page
θετός
θετός θετός, ή, όν verb. adj. of τίθημι, taken as oneʼs child, adopted, Pind., Hdt., etc.
ShortDef
taken as one's child, adopted
Debugging
Headword:
θετός
Headword (normalized):
θετός
Headword (normalized/stripped):
θετος
IDX:
15206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15219
Key:
qeto/s
Data
{'content': 'θετός\n θετός, ή, όν\n verb. adj. of τίθημι,\n taken as oneʼs child, adopted, Pind., Hdt., etc.', 'key': 'qeto/s'}