Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θεσπέσιος
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
θεσπίζω
θέσπιος
θέσπισμα
θέσπις
θεσπιῳδέω
θεσπιῳδός
Θεσσαλός
θέσσασθαι
θεσφατηλόγος
θέσφατος
θετέος
Θετίδειον
θετικός
Θέτις
θετός
θευφορία
θέω
θεωρέω
View word page
θέσσασθαι
θέσσασθαι defect. aor1 to pray, Pind. deriv. uncertain
ShortDef
to pray
Debugging
Headword:
θέσσασθαι
Headword (normalized):
θέσσασθαι
Headword (normalized/stripped):
θεσσασθαι
IDX:
15199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15212
Key:
qe/ssasqai
Data
{'content': 'θέσσασθαι\n defect. aor1\n to pray, Pind.\n deriv. uncertain', 'key': 'qe/ssasqai'}