Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θεσμοφύλαξ
θεσπέσιος
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
θεσπίζω
θέσπιος
θέσπισμα
θέσπις
θεσπιῳδέω
θεσπιῳδός
Θεσσαλός
θέσσασθαι
θεσφατηλόγος
θέσφατος
θετέος
Θετίδειον
θετικός
Θέτις
θετός
θευφορία
θέω
View word page
Θεσσαλός
Θεσσαλός a Thessalian, Hdt., etc.; proverb., Θεσσαλὸν σόφισμα a Thessalian trick, from the faithless character of the people, Eur. Θεσσαλὶς κυνῆ a Thessalian cap, Soph.

ShortDef

Thessalian

Debugging

Headword:
Θεσσαλός
Headword (normalized):
θεσσαλός
Headword (normalized/stripped):
θεσσαλος
IDX:
15198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15211
Key:
*qessalo/s

Data

{'content': 'Θεσσαλός\n a Thessalian, Hdt., etc.; proverb., Θεσσαλὸν σόφισμα a Thessalian trick, from the faithless character of the people, Eur.\n Θεσσαλὶς κυνῆ a Thessalian cap, Soph.', 'key': '*qessalo/s'}