Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θεσμοφόρια
θεσμοφόριον
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσπέσιος
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
θεσπίζω
θέσπιος
θέσπισμα
θέσπις
θεσπιῳδέω
θεσπιῳδός
Θεσσαλός
θέσσασθαι
θεσφατηλόγος
θέσφατος
θετέος
Θετίδειον
θετικός
Θέτις
View word page
θέσπις
θέσπις θέσ-πις, ιος θεός, ἔσπον εἶπον, cf. θεσπέσιος having words from God, inspired, Od., Eur. generally, divine, wondrous, awful, θέσπις ἄελλα Hhymn.

ShortDef

having words from God, inspired
Thespis

Debugging

Headword:
θέσπις
Headword (normalized):
θέσπις
Headword (normalized/stripped):
θεσπις
IDX:
15195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15208
Key:
qe/spis

Data

{'content': 'θέσπις\n θέσ-πις, ιος\n θεός, ἔσπον εἶπον, cf. θεσπέσιος\n having words from God, inspired, Od., Eur.\n generally, divine, wondrous, awful, θέσπις ἄελλα Hhymn.', 'key': 'qe/spis'}