Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόρια
θεσμοφόριον
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσπέσιος
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
θεσπίζω
θέσπιος
θέσπισμα
θέσπις
θεσπιῳδέω
View word page
θεσμοφόριον
θεσμοφόριον θεσμοφόριον, ου, τό, from θεσμοφόρια the temple of Demeter Θεσμοφόρος, Ar.
ShortDef
the temple of Demeter
Debugging
Headword:
θεσμοφόριον
Headword (normalized):
θεσμοφόριον
Headword (normalized/stripped):
θεσμοφοριον
IDX:
15186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15199
Key:
qesmofo/rion1
Data
{'content': 'θεσμοφόριον\n θεσμοφόριον, ου, τό,\n from θεσμοφόρια\n the temple of Demeter Θεσμοφόρος, Ar.', 'key': 'qesmofo/rion1'}