Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Θερσίτης
θέρω
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόρια
θεσμοφόριον
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσπέσιος
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
θεσπίζω
θέσπιος
θέσπισμα
View word page
θεσμοφοριάζω
θεσμοφοριάζω from θεσμοφόρια to keep the Thesmophoria, Ar., Xen.

ShortDef

to keep the Thesmophoria

Debugging

Headword:
θεσμοφοριάζω
Headword (normalized):
θεσμοφοριάζω
Headword (normalized/stripped):
θεσμοφοριαζω
IDX:
15184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15197
Key:
qesmoforia/zw

Data

{'content': 'θεσμοφοριάζω\n from θεσμοφόρια\n \n to keep the Thesmophoria, Ar., Xen.', 'key': 'qesmoforia/zw'}