Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θερμουργός
θέρμω
θέρος
Θερσίτης
θέρω
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόρια
θεσμοφόριον
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσπέσιος
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
View word page
θεσμοποιέω
θεσμοποιέω θεσμο-ποιέω, fut. -ήσω to make laws, Eur.

ShortDef

to make laws

Debugging

Headword:
θεσμοποιέω
Headword (normalized):
θεσμοποιέω
Headword (normalized/stripped):
θεσμοποιεω
IDX:
15181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15194
Key:
qesmopoie/w

Data

{'content': 'θεσμοποιέω\n θεσμο-ποιέω,\n fut. -ήσω\n to make laws, Eur.', 'key': 'qesmopoie/w'}