Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θέρμος
θερμότης
θερμουργός
θέρμω
θέρος
Θερσίτης
θέρω
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόρια
θεσμοφόριον
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσπέσιος
View word page
θεσμοθετέω
θεσμοθετέω θεσμοθετέω, to be a θεσμοθέτης, Dem. from θεσμοθέτης

ShortDef

to be a θεσμοθέτης

Debugging

Headword:
θεσμοθετέω
Headword (normalized):
θεσμοθετέω
Headword (normalized/stripped):
θεσμοθετεω
IDX:
15179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15192
Key:
qesmoqete/w

Data

{'content': 'θεσμοθετέω\n θεσμοθετέω,\n to be a θεσμοθέτης, Dem.\n from θεσμοθέτης', 'key': 'qesmoqete/w'}