Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θερμός
θέρμος
θερμότης
θερμουργός
θέρμω
θέρος
Θερσίτης
θέρω
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόρια
θεσμοφόριον
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
View word page
θέσμιος
θέσμιος θεσμός according to law, lawful, Pind., Aesch. θέσμια, τά, as Subst., laws, customs, rites, Hdt., etc.; also in sg., Eur.
ShortDef
according to law, lawful
Debugging
Headword:
θέσμιος
Headword (normalized):
θέσμιος
Headword (normalized/stripped):
θεσμιος
IDX:
15178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15191
Key:
qe/smios
Data
{'content': 'θέσμιος\n θεσμός\n according to law, lawful, Pind., Aesch.\n θέσμια, τά, as Subst., laws, customs, rites, Hdt., etc.; also in sg., Eur.', 'key': 'qe/smios'}