Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Θερμοπύλαι
θερμός
θέρμος
θερμότης
θερμουργός
θέρμω
θέρος
Θερσίτης
θέρω
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόρια
θεσμοφόριον
θεσμοφόρος
View word page
θέσκελος
θέσκελος θέσκελος, ον = θεοείκελος, marvellous, wondrous, θέσκελα ἔργα works of wonder, Hom.:—as adv., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ ʼtwas wondrous like him, Il.

ShortDef

marvellous, wondrous

Debugging

Headword:
θέσκελος
Headword (normalized):
θέσκελος
Headword (normalized/stripped):
θεσκελος
IDX:
15177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15190
Key:
qe/skelos

Data

{'content': 'θέσκελος\n θέσκελος, ον\n = θεοείκελος,\n marvellous, wondrous, θέσκελα ἔργα works of wonder, Hom.:—as adv., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ ʼtwas wondrous like him, Il.', 'key': 'qe/skelos'}