Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θερμόβουλος
θερμοδότης
θερμόνους
Θερμοπύλαι
θερμός
θέρμος
θερμότης
θερμουργός
θέρμω
θέρος
Θερσίτης
θέρω
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφοριάζω
View word page
Θερσίτης
Θερσίτης Θερσίτης, ου, Thersites, i. e. the audacious ( from θέρσος, Aeolic for θάρσος) , Hom.

ShortDef

Thersites

Debugging

Headword:
Θερσίτης
Headword (normalized):
θερσίτης
Headword (normalized/stripped):
θερσιτης
IDX:
15174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15187
Key:
*qersi/ths

Data

{'content': 'Θερσίτης\n Θερσίτης, ου,\n Thersites, i. e. the audacious ( from θέρσος, Aeolic for θάρσος) , Hom.', 'key': '*qersi/ths'}