Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θέρμινος
θερμοβαφής
θερμόβλυστος
θερμόβουλος
θερμοδότης
θερμόνους
Θερμοπύλαι
θερμός
θέρμος
θερμότης
θερμουργός
θέρμω
θέρος
Θερσίτης
θέρω
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
View word page
θερμουργός
θερμουργός θερμ-ουργός, όν ἔργω doing hot and hasty acts, reckless, Xen., Luc.
ShortDef
doing hot and hasty acts, reckless
Debugging
Headword:
θερμουργός
Headword (normalized):
θερμουργός
Headword (normalized/stripped):
θερμουργος
IDX:
15171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15184
Key:
qermourgo/s
Data
{'content': 'θερμουργός\n θερμ-ουργός, όν\n ἔργω\n doing hot and hasty acts, reckless, Xen., Luc.', 'key': 'qermourgo/s'}