θερμός
θερμός
θερμός, ή, όν
θέρω
hot, warm, θερμὰ λοετρά Hom.; of tears, Hom., etc.
metaph. hot, hasty, rash, headlong, like Lat. calidus, Aesch., Ar., etc.
still warm, fresh, ἴχνη Anth.
τὸ θερμόν θερμότης, heat, Lat. calor, Hdt., Plat., etc.
θερμόν (sc. ὕδωρ) , hot water, θερμῷ λοῦσθαι Ar.
τὰ θερμά (sub. χωρία) , Hdt.: but (sub. λουτρά) , hot baths, Xen.
adv. -μῶς, Plat.