Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θερμαίνω
θερμασία
θέρμη
θέρμινος
θερμοβαφής
θερμόβλυστος
θερμόβουλος
θερμοδότης
θερμόνους
Θερμοπύλαι
θερμός
θέρμος
θερμότης
θερμουργός
θέρμω
θέρος
Θερσίτης
θέρω
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
View word page
θερμός
θερμός θερμός, ή, όν θέρω hot, warm, θερμὰ λοετρά Hom.; of tears, Hom., etc. metaph. hot, hasty, rash, headlong, like Lat. calidus, Aesch., Ar., etc. still warm, fresh, ἴχνη Anth. τὸ θερμόν θερμότης, heat, Lat. calor, Hdt., Plat., etc. θερμόν (sc. ὕδωρ) , hot water, θερμῷ λοῦσθαι Ar. τὰ θερμά (sub. χωρία) , Hdt.: but (sub. λουτρά) , hot baths, Xen. adv. -μῶς, Plat.

ShortDef

hot, warm

Debugging

Headword:
θερμός
Headword (normalized):
θερμός
Headword (normalized/stripped):
θερμος
IDX:
15168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15181
Key:
qermo/s

Data

{'content': 'θερμός\n θερμός, ή, όν\n θέρω\n hot, warm, θερμὰ λοετρά Hom.; of tears, Hom., etc.\n metaph. hot, hasty, rash, headlong, like Lat. calidus, Aesch., Ar., etc.\n still warm, fresh, ἴχνη Anth.\n τὸ θερμόν θερμότης, heat, Lat. calor, Hdt., Plat., etc.\n θερμόν (sc. ὕδωρ) , hot water, θερμῷ λοῦσθαι Ar.\n τὰ θερμά (sub. χωρία) , Hdt.: but (sub. λουτρά) , hot baths, Xen.\n adv. -μῶς, Plat.', 'key': 'qermo/s'}