Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θερινός
θερισμός
θεριστής
θερίστριον
θερμαίνω
θερμασία
θέρμη
θέρμινος
θερμοβαφής
θερμόβλυστος
θερμόβουλος
θερμοδότης
θερμόνους
Θερμοπύλαι
θερμός
θέρμος
θερμότης
θερμουργός
θέρμω
θέρος
Θερσίτης
View word page
θερμόβουλος
θερμόβουλος θερμό-βουλος, ον βουλή hot-tempered, Eur. ap. Ar.

ShortDef

hot-tempered

Debugging

Headword:
θερμόβουλος
Headword (normalized):
θερμόβουλος
Headword (normalized/stripped):
θερμοβουλος
IDX:
15164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15177
Key:
qermo/boulos

Data

{'content': 'θερμόβουλος\n θερμό-βουλος, ον\n βουλή\n hot-tempered, Eur. ap. Ar.', 'key': 'qermo/boulos'}