Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θέρειος
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστής
θερίστριον
θερμαίνω
θερμασία
θέρμη
θέρμινος
θερμοβαφής
θερμόβλυστος
θερμόβουλος
θερμοδότης
θερμόνους
Θερμοπύλαι
θερμός
θέρμος
θερμότης
θερμουργός
θέρμω
View word page
θερμοβαφής
θερμοβαφής θερμο-βᾰφής, ές dyed hot, opp. to ψυχροβαφής, Theophr.
ShortDef
dyed hot
Debugging
Headword:
θερμοβαφής
Headword (normalized):
θερμοβαφής
Headword (normalized/stripped):
θερμοβαφης
IDX:
15162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15175
Key:
qermobafh/s
Data
{'content': 'θερμοβαφής\n θερμο-βᾰφής, ές\n dyed hot, opp. to ψυχροβαφής, Theophr.', 'key': 'qermobafh/s'}