Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θεράπνη
θεραπνίς
θεράπων
θέραψ
θέρειος
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστής
θερίστριον
θερμαίνω
θερμασία
θέρμη
θέρμινος
θερμοβαφής
θερμόβλυστος
θερμόβουλος
θερμοδότης
θερμόνους
Θερμοπύλαι
θερμός
View word page
θερμαίνω
θερμαίνω θερμός to warm, heat, Il., Aesch., etc.:—Pass. to be heated, grow hot, Od. metaph. to heat, ἕως ἐθέρμηνʼ αὐτὸν φλὸξ οἴνου Eur.; σπλάγχνα θ. Ar.; πολλὰ θ. φρενί to cherish hot feelings, Aesch.:—Pass., θερμαίνεσθαι ἐλπίσι to glow with hope, Soph.; χαρᾶι θ. καρδίαν to have oneʼs heart warm with joy, Eur.

ShortDef

to warm, heat

Debugging

Headword:
θερμαίνω
Headword (normalized):
θερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
θερμαινω
IDX:
15158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15171
Key:
qermai/nw

Data

{'content': 'θερμαίνω\n θερμός\n to warm, heat, Il., Aesch., etc.:—Pass. to be heated, grow hot, Od.\n metaph. to heat, ἕως ἐθέρμηνʼ αὐτὸν φλὸξ οἴνου Eur.; σπλάγχνα θ. Ar.; πολλὰ θ. φρενί to cherish hot feelings, Aesch.:—Pass., θερμαίνεσθαι ἐλπίσι to glow with hope, Soph.; χαρᾶι θ. καρδίαν to have oneʼs heart warm with joy, Eur.', 'key': 'qermai/nw'}