Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θεραπίδιον
θεράπνη
θεραπνίς
θεράπων
θέραψ
θέρειος
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστής
θερίστριον
θερμαίνω
θερμασία
θέρμη
θέρμινος
θερμοβαφής
θερμόβλυστος
θερμόβουλος
θερμοδότης
θερμόνους
Θερμοπύλαι
View word page
θερίστριον
θερίστριον θερίστριον, ου, τό, θερίζω a light summer garment, opp. to χειμάστριον, Theocr., so θέριστρον, ου, τό, Anth.
ShortDef
a light summer garment
Debugging
Headword:
θερίστριον
Headword (normalized):
θερίστριον
Headword (normalized/stripped):
θεριστριον
IDX:
15157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15170
Key:
qeri/strion
Data
{'content': 'θερίστριον\n θερίστριον, ου, τό,\n θερίζω\n a light summer garment, opp. to χειμάστριον, Theocr., so θέριστρον, ου, τό, Anth.', 'key': 'qeri/strion'}