Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπήϊος
θεραπίδιον
θεράπνη
θεραπνίς
θεράπων
θέραψ
θέρειος
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστής
θερίστριον
θερμαίνω
θερμασία
θέρμη
θέρμινος
θερμοβαφής
θερμόβλυστος
θερμόβουλος
View word page
θερινός
θερινός θερῐνός, ή, όν = θέρειος, Pind., Xen., etc.
ShortDef
of summer, in summer
Debugging
Headword:
θερινός
Headword (normalized):
θερινός
Headword (normalized/stripped):
θερινος
IDX:
15154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15167
Key:
qerino/s
Data
{'content': 'θερινός\n θερῐνός, ή, όν\n = θέρειος, Pind., Xen., etc.', 'key': 'qerino/s'}