θέρειος
θέρειος
θέρειος, α, ον
θέρος
of summer, in summer:— θερεία, Ionic -είη, (sc. ὥρα) , = θέρος, summer-time, summer, Hdt.; ταῖς θερείαις Pind.
{ "content": "θέρειος\n θέρειος, α, ον\n θέρος\n of summer, in summer:— θερεία, Ionic -είη, (sc. ὥρα) , = θέρος, summer-time, summer, Hdt.; ταῖς θερείαις Pind.", "key": "qe/reios" }