Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θεραπαινίς
θεραπεία
θεράπευμα
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπήϊος
θεραπίδιον
θεράπνη
θεραπνίς
θεράπων
θέραψ
θέρειος
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστής
θερίστριον
View word page
θεραπίδιον
θεραπίδιον θεραπίδιον, ου, τό, θεραπεύω a means of cure, Luc.

ShortDef

a means of cure

Debugging

Headword:
θεραπίδιον
Headword (normalized):
θεραπίδιον
Headword (normalized/stripped):
θεραπιδιον
IDX:
15147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15159
Key:
qerapi/dion

Data

{'content': 'θεραπίδιον\n θεραπίδιον, ου, τό,\n θεραπεύω\n a means of cure, Luc.', 'key': 'qerapi/dion'}