Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπεία
θεράπευμα
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπήϊος
θεραπίδιον
θεράπνη
θεραπνίς
θεράπων
θέραψ
θέρειος
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστής
View word page
θεραπήϊος
θεραπήϊος θερᾰπήϊος, η, ον Ionic for θεραπευτικός, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεραπήϊος
Headword (normalized):
θεραπήϊος
Headword (normalized/stripped):
θεραπηιος
IDX:
15146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15158
Key:
qeraph/ios

Data

{'content': 'θεραπήϊος\n θερᾰπήϊος, η, ον\n Ionic for θεραπευτικός, Anth.', 'key': 'qeraph/ios'}