Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θεόφρων
-θε
θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπεία
θεράπευμα
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπήϊος
θεραπίδιον
θεράπνη
θεραπνίς
θεράπων
θέραψ
θέρειος
θερίζω
θερινός
View word page
θεραπευτός
θεραπευτός θερᾰπευτός, όν that may be fostered, Plat. from θερᾰπεύω
ShortDef
that may be fostered
Debugging
Headword:
θεραπευτός
Headword (normalized):
θεραπευτός
Headword (normalized/stripped):
θεραπευτος
IDX:
15144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15156
Key:
qerapeuto/s
Data
{'content': 'θεραπευτός\n θερᾰπευτός, όν\n that may be fostered, Plat.\n from θερᾰπεύω', 'key': 'qerapeuto/s'}