Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θεόφορος
θεόφρων
-θε
θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπεία
θεράπευμα
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπήϊος
θεραπίδιον
θεράπνη
θεραπνίς
θεράπων
θέραψ
θέρειος
θερίζω
View word page
θεραπευτικός
θεραπευτικός θερᾰπευτικός, ή, όν from θερᾰπεύω inclined to serve a person, c. gen., Xen.: inclined to court, Plut. absol. courteous, courtier-like, obedient, obsequious, Xen., Plut.
ShortDef
inclined to serve
Debugging
Headword:
θεραπευτικός
Headword (normalized):
θεραπευτικός
Headword (normalized/stripped):
θεραπευτικος
IDX:
15143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15155
Key:
qerapeutiko/s
Data
{'content': 'θεραπευτικός\n θερᾰπευτικός, ή, όν\n from θερᾰπεύω\n inclined to serve a person, c. gen., Xen.: inclined to court, Plut.\n absol. courteous, courtier-like, obedient, obsequious, Xen., Plut.', 'key': 'qerapeutiko/s'}