Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θεοφορέω
θεοφόρητος
θεοφορία
θεόφορος
θεόφρων
-θε
θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπεία
θεράπευμα
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπήϊος
θεραπίδιον
θεράπνη
θεραπνίς
θεράπων
View word page
θεραπευτέος
θεραπευτέος θερᾰπευτέος, ον verb. adj. of θεραπεύω, one must do service to, τοὺς θεούς Xen. one must cultivate, τὴν γῆν Plat. one must cure, Plat.

ShortDef

one must do service to

Debugging

Headword:
θεραπευτέος
Headword (normalized):
θεραπευτέος
Headword (normalized/stripped):
θεραπευτεος
IDX:
15140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15152
Key:
qerapeute/os

Data

{'content': 'θεραπευτέος\n θερᾰπευτέος, ον\n verb. adj. of θεραπεύω,\n one must do service to, τοὺς θεούς Xen.\n one must cultivate, τὴν γῆν Plat.\n one must cure, Plat.', 'key': 'qerapeute/os'}