Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θεουδής
θεοφάνια
θεοφιλής
θεόφιν
θεοφορέω
θεοφόρητος
θεοφορία
θεόφορος
θεόφρων
-θε
θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπεία
θεράπευμα
θεραπευτέος
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπήϊος
View word page
θεράπαινα
θεράπαινα θεράπαινα, ἡ, fem. of θεράπων, a waiting maid, handmaid, Hdt., Xen., etc.

ShortDef

a waiting maid, handmaid

Debugging

Headword:
θεράπαινα
Headword (normalized):
θεράπαινα
Headword (normalized/stripped):
θεραπαινα
IDX:
15136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15148
Key:
qera/paina

Data

{'content': 'θεράπαινα\n θεράπαινα, ἡ,\n fem. of θεράπων, a waiting maid, handmaid, Hdt., Xen., etc.', 'key': 'qera/paina'}