Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θεοπρεπής
θεοπροπέω
θεοπροπία
θεοπρόπιον
θεοπρόπος
θεόπτυστος
θεόπυρος
θέορτος
θεόσδοτος
θεοσέβεια
θεοσεβής
θεόσεπτος
θεοσέπτωρ
θεοσεχθρία
θεός
θεόσσυτος
θεοστήρικτος
θεοστυγής
θεοστύγητος
θεόσυτος
θεόταυρος
View word page
θεοσεβής
θεοσεβής θεο-σεβής, ές σέβω fearing God, religious, Hdt., Soph., etc. adv. -βῶς, Xen.

ShortDef

fearing God, religious

Debugging

Headword:
θεοσεβής
Headword (normalized):
θεοσεβής
Headword (normalized/stripped):
θεοσεβης
IDX:
15107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15119
Key:
qeosebh/s

Data

{'content': 'θεοσεβής\n θεο-σεβής, ές\n σέβω\n fearing God, religious, Hdt., Soph., etc. adv. -βῶς, Xen.', 'key': 'qeosebh/s'}