Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θεομήστωρ
θεομισής
θεομορία
θεόμορος
θεόμορφος
θεομυσής
θεόπαις
θεόπεμπτος
θεόπνευστος
θεοποιέω
θεοποιός
θεόπομπος
θεοπόνητος
θεοπρεπής
θεοπροπέω
θεοπροπία
θεοπρόπιον
θεοπρόπος
θεόπτυστος
θεόπυρος
θέορτος
View word page
θεοποιός
θεοποιός θεο-ποιός, όν ποιέω making gods, Anth.
ShortDef
making gods
Debugging
Headword:
θεοποιός
Headword (normalized):
θεοποιός
Headword (normalized/stripped):
θεοποιος
IDX:
15094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15106
Key:
qeopoio/s
Data
{'content': 'θεοποιός\n θεο-ποιός, όν\n ποιέω\n making gods, Anth.', 'key': 'qeopoio/s'}