Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θεομάχος
θεομήστωρ
θεομισής
θεομορία
θεόμορος
θεόμορφος
θεομυσής
θεόπαις
θεόπεμπτος
θεόπνευστος
θεοποιέω
θεοποιός
θεόπομπος
θεοπόνητος
θεοπρεπής
θεοπροπέω
θεοπροπία
θεοπρόπιον
θεοπρόπος
θεόπτυστος
θεόπυρος
View word page
θεοποιέω
θεοποιέω θεοποιέω, fut. -ήσω to make into gods, deify, Luc. from θεοποιός

ShortDef

to make into gods, deify

Debugging

Headword:
θεοποιέω
Headword (normalized):
θεοποιέω
Headword (normalized/stripped):
θεοποιεω
IDX:
15093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15105
Key:
qeopoie/w

Data

{'content': 'θεοποιέω\n θεοποιέω,\n fut. -ήσω\n to make into gods, deify, Luc.\n from θεοποιός', 'key': 'qeopoie/w'}