Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θεμιστός
θεμιτεύω
θεμιτός
θεμόω
θέναρ
-θεν
θένω
θεοβλάβεια
θεοβλαβέω
θεοβλαβής
θεογεννής
θεόγλωσσος
θεογονία
θεόγονος
θεοδήλητος
θεοδίδακτος
θεόδμητος
θεόδοτος
θεοειδής
θεοείκελος
θεοεχθρία
View word page
θεογεννής
θεογεννής θεο-γεννής, ές γεννάω begotten of a god, Soph.
ShortDef
begotten of a god
Debugging
Headword:
θεογεννής
Headword (normalized):
θεογεννής
Headword (normalized/stripped):
θεογεννης
IDX:
15060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15072
Key:
qeogennh/s
Data
{'content': 'θεογεννής\n θεο-γεννής, ές\n γεννάω\n begotten of a god, Soph.', 'key': 'qeogennh/s'}