Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θέμις
θεμιστεῖος
θεμιστεύω
θεμιστοπόλος
θεμιστός
θεμιτεύω
θεμιτός
θεμόω
θέναρ
-θεν
θένω
θεοβλάβεια
θεοβλαβέω
θεοβλαβής
θεογεννής
θεόγλωσσος
θεογονία
θεόγονος
θεοδήλητος
θεοδίδακτος
θεόδμητος
View word page
θένω
θένω θένω, late form of θείνω, Theocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θένω
Headword (normalized):
θένω
Headword (normalized/stripped):
θενω
IDX:
15056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15068
Key:
qe/nw

Data

{'content': 'θένω\n θένω,\n late form of θείνω, Theocr.', 'key': 'qe/nw'}