Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θεμίζω
θεμίπλεκτος
θεμισκόπος
θεμισκρέων
θέμις
θεμιστεῖος
θεμιστεύω
θεμιστοπόλος
θεμιστός
θεμιτεύω
θεμιτός
θεμόω
θέναρ
-θεν
θένω
θεοβλάβεια
θεοβλαβέω
θεοβλαβής
θεογεννής
θεόγλωσσος
θεογονία
View word page
θεμιτός
θεμιτός θεμῐτός, ή, όν θέμις like θεμιστός, allowed by the laws of God and men, righteous, Hhymn.; οὐ θεμιτόν ἐστι, like οὐ θέμις, Pind., Hdt., Attic
ShortDef
allowed by the laws of God and men, righteous
Debugging
Headword:
θεμιτός
Headword (normalized):
θεμιτός
Headword (normalized/stripped):
θεμιτος
IDX:
15052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15064
Key:
qemito/s
Data
{'content': 'θεμιτός\n θεμῐτός, ή, όν\n θέμις\n like θεμιστός, allowed by the laws of God and men, righteous, Hhymn.; οὐ θεμιτόν ἐστι, like οὐ θέμις, Pind., Hdt., Attic', 'key': 'qemito/s'}