Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θεμερός
θεμερῶπις
θεμίζω
θεμίπλεκτος
θεμισκόπος
θεμισκρέων
θέμις
θεμιστεῖος
θεμιστεύω
θεμιστοπόλος
θεμιστός
θεμιτεύω
θεμιτός
θεμόω
θέναρ
-θεν
θένω
θεοβλάβεια
θεοβλαβέω
θεοβλαβής
θεογεννής
View word page
θεμιστός
θεμιστός θεμιστός, ή, όν = θεμιτός, Aesch.:—adv. -τῶς, Aesch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεμιστός
Headword (normalized):
θεμιστός
Headword (normalized/stripped):
θεμιστος
IDX:
15050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15062
Key:
qemisto/s

Data

{'content': 'θεμιστός\n θεμιστός, ή, όν\n = θεμιτός, Aesch.:—adv. -τῶς, Aesch.', 'key': 'qemisto/s'}