Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θέμεθλα
θεμέλιος
θεμελιόω
θεμερός
θεμερῶπις
θεμίζω
θεμίπλεκτος
θεμισκόπος
θεμισκρέων
θέμις
θεμιστεῖος
θεμιστεύω
θεμιστοπόλος
θεμιστός
θεμιτεύω
θεμιτός
θεμόω
θέναρ
-θεν
θένω
θεοβλάβεια
View word page
θεμιστεῖος
θεμιστεῖος θεμιστεῖος, α, ον θέμις of law and right, θ. σκᾶπτον the sceptre of righteous judgment, Pind.
ShortDef
of law and right
Debugging
Headword:
θεμιστεῖος
Headword (normalized):
θεμιστεῖος
Headword (normalized/stripped):
θεμιστειος
IDX:
15047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15059
Key:
qemistei=os
Data
{'content': 'θεμιστεῖος\n θεμιστεῖος, α, ον\n θέμις\n of law and right, θ. σκᾶπτον the sceptre of righteous judgment, Pind.', 'key': 'qemistei=os'}