Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θελξίπικρος
θελξίφρων
θέμεθλα
θεμέλιος
θεμελιόω
θεμερός
θεμερῶπις
θεμίζω
θεμίπλεκτος
θεμισκόπος
θεμισκρέων
θέμις
θεμιστεῖος
θεμιστεύω
θεμιστοπόλος
θεμιστός
θεμιτεύω
θεμιτός
θεμόω
θέναρ
-θεν
View word page
θεμισκρέων
θεμισκρέων θεμισ-κρέων, οντος, ὁ, reigning by right, Pind.

ShortDef

reigning by right

Debugging

Headword:
θεμισκρέων
Headword (normalized):
θεμισκρέων
Headword (normalized/stripped):
θεμισκρεων
IDX:
15045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15057
Key:
qemiskre/wn

Data

{'content': 'θεμισκρέων\n θεμισ-κρέων, οντος, ὁ,\n reigning by right, Pind.', 'key': 'qemiskre/wn'}